Anonymous

μελεδήμων: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελεδήμων:''' -ον ([[μελεδαίνω]]), [[επιμελής]], απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ.
|lsmtext='''μελεδήμων:''' -ον ([[μελεδαίνω]]), [[επιμελής]], απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελεδήμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> заботливый, попечительный, усердный (δύμων [[φύλαξ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> заботящийся (ἀγαθῶν ἔργων Anth.).
}}
}}