μελεδήμων

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδήμων Medium diacritics: μελεδήμων Low diacritics: μελεδήμων Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΩΝ
Transliteration A: meledḗmōn Transliteration B: meledēmōn Transliteration C: meledimon Beta Code: meledh/mwn

English (LSJ)

μελεδήμον, gen. ονος, careful, c. gen., ἔργων Emp.112.2; μ. κερκίδα πέπλων AP 6.39 (Arch.); δόμων φυλακὰν μ. ib.7.425 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 121] ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαθῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui prend soin de, gén..
Étymologie: μελεδαίνω.

Russian (Dvoretsky)

μελεδήμων: 2, gen. ονος
1 заботливый, попечительный, усердный (δύμων φύλαξ Anth.);
2 заботящийся (ἀγαθῶν ἔργων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελεδήμων: -ον, ἐπιμελής, πολυάσχολος, κερκὶς αὐτόθι 6. 39, πρβλ. 7. 425· μετὰ γεν., ὁ φροντίζων περί τινος, ἔργων Ἐμπεδ. 398.

Greek Monolingual

μελεδήμων, -ον (Α)
αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ.
β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ειδήμων, νοήμων)].

Greek Monotonic

μελεδήμων: -ον (μελεδαίνω), επιμελής, απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελεδήμων, ον, μελεδαίνω
careful, busy, Anth.