Anonymous

κατάστασις: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάστᾰσις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[εγκατάσταση]], [[διορισμός]], [[καθορισμός]], [[τοποθέτηση]], [[εγκαθίδρυση]], σε Αισχύλ., Δημ.· <i>δαιμόνων κατ</i>., η [[διαταγή]] τους, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διορισμός]] αρχόντων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[προσαγωγή]] πρεσβευτών [[μπροστά]] στη [[βουλή]] ή στη σύγκλητο, [[παρουσίαση]], [[εισήγηση]], [[υπόδειξη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κ. ἐγγυητῶν</i>, [[παροχή]] της εγγύησης κάποιου, η παρουσίασή της, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[καθησύχαση]], [[ηρεμία]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[σταθερότητα]], όρθια [[στάση]], [[εμμονή]], [[σταθερότητα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάσταση]], [[περίσταση]], [[συνθήκη]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[εγκατάσταση]], [[κατασκευή]], [[σύστημα]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''κατάστᾰσις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μτβ., [[εγκατάσταση]], [[διορισμός]], [[καθορισμός]], [[τοποθέτηση]], [[εγκαθίδρυση]], σε Αισχύλ., Δημ.· <i>δαιμόνων κατ</i>., η [[διαταγή]] τους, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[διορισμός]] αρχόντων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[προσαγωγή]] πρεσβευτών [[μπροστά]] στη [[βουλή]] ή στη σύγκλητο, [[παρουσίαση]], [[εισήγηση]], [[υπόδειξη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κ. ἐγγυητῶν</i>, [[παροχή]] της εγγύησης κάποιου, η παρουσίασή της, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[καθησύχαση]], [[ηρεμία]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[σταθερότητα]], όρθια [[στάση]], [[εμμονή]], [[σταθερότητα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατάσταση]], [[περίσταση]], [[συνθήκη]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[εγκατάσταση]], [[κατασκευή]], [[σύστημα]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάστᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> установление, учреждение, устроение (χορῶν Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> назначение или избрание (τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, δικαστῶν Plat.; τῶν βασιλέων Plut.): αἱ περὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. назначения на другие руководящие посты; [[μετὰ]] τὴν κατάστασιν Polyb. после вступления в должность;<br /><b class="num">3)</b> постановление, решение (δαιμόνων Eur.);<br /><b class="num">4)</b> прием послов, аудиенция: τῇ προτεραίῃ τῆς ὑστάτης καταστάσιος Her. накануне последней аудиенции;<br /><b class="num">5)</b> юр. представление (суду) (ἐγγυητῶν Dem.); предъявление (ἐμφανῶν Dem.);<br /><b class="num">6)</b> успокаивание, останавливание (τῆς ὀργῆς Plat., Arst.);<br /><b class="num">7)</b> спокойствие, покой (εἰς κατάστασιν [[ἐλθεῖν]], [[μετὰ]] συννοίας καὶ καταστάσεως Arst.);<br /><b class="num">8)</b> восстановление: ἐν τῇ καταστάσει ἢ τῇ διαφθορᾷ Plat. в процессе восстановления или распада; κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arst. восстановление естественного состояния;<br /><b class="num">9)</b> нормальное душевное состояние; ἐν καταστάσει Sext. (находясь) в здравом уме;<br /><b class="num">10)</b> постоянство, устойчивость, твердость (νόμου Soph.);<br /><b class="num">11)</b> положение, состояние, свойство (φύσεως Arst.; ἀνθρώπου [[φύσις]] καὶ κ. Her.): ἡ ὑπάρχουσα περὶ Μακεδόνας κ. Polyb. положение македонян; θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc. замечательно ясная погода; νυκτὸς ἐν καταστάσει Eur. ночною порой; οὐκ ὀμμάτων [[δῆλος]] ἦν κ. Eur. (ее) глаз нельзя было узнать;<br /><b class="num">12)</b> степень, характер (κακῶν Eur.);<br /><b class="num">13)</b> устройство, организация (τῆς δημοκρατίας, πολιτείας Plat.);<br /><b class="num">14)</b> (в афинской коннице) отпущенные на экипировку воина деньги, амуниционная сумма: οἱ ἔχοντες τὰς καταστάσεις Lys. (афинские граждане), получившие амуниционные суммы.
}}
}}