Anonymous

εὐσκευέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσκευέω:''' (όπως αν προερχόταν από το <i>εὔ-σκευος</i>), είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''εὐσκευέω:''' (όπως αν προερχόταν από το <i>εὔ-σκευος</i>), είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσκευέω:''' быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: [[οὕτω]] μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.
}}
}}