Anonymous

κρῆθμον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(21)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρῆθμον]], τὸ (Α)<br />άγριο [[βοτάνι]] που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια [[λέξη]], αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίκτα</i>-<i>μον</i>, [[κάρδα]]-<i>μον</i>)].
|mltxt=[[κρῆθμον]], τὸ (Α)<br />άγριο [[βοτάνι]] που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια [[λέξη]], αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίκτα</i>-<i>μον</i>, [[κάρδα]]-<i>μον</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=κρῆθμον -ου, τό, ook κρηθμόν en m. κρηθμός, zeevenkel (plant).
}}
}}