Anonymous

μεταπρέπω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπρέπω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ξεχωρίζω]] ή είμαι διακεκριμένος [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
|lsmtext='''μεταπρέπω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ξεχωρίζω]] ή είμαι διακεκριμένος [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπρέπω:''' отличаться, выдаваться, выделяться (ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Μυρμιδόνεσσιν Hom.).
}}
}}