μεταπρέπω

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπρέπω Medium diacritics: μεταπρέπω Low diacritics: μεταπρέπω Capitals: ΜΕΤΑΠΡΕΠΩ
Transliteration A: metaprépō Transliteration B: metaprepō Transliteration C: metaprepo Beta Code: metapre/pw

English (LSJ)

distinguish oneself or be distinguished among, c. dat. pl., [ταῦρος] βόεσσι μ. Il.2.481, etc.: freq. (esp. in Il.) of heroes, μ. ἡρώεσσιν ib.579; Τρώεσσι 13.175; ἱππεῦσι 11.720, cf. Hes.Th.92 (tm.); συμποσίοισι μ. Phalaec. ap. Ath.10.440d; ἐν πάντεσσι Orph.A.806: c. dat. modi, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω I am distinguished among the Trojans by the spear, Il.16.835, cf. 596, Hes.Th.377: so c. inf., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Il. 16.194, cf. Od.18.2 (tm.): c. acc., μ. ἠϊθέοισιν εἶδος A.R.2.784.

German (Pape)

[Seite 153] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; ταῦρος βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen Tieren, sowie von Helden, πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579; mit näherer Angabe dessen, wodurch sich Einer auszeichnet, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι, im Speerkampfe that er sich unter den Myrmidonen hervor, Il. 16, 194; kürzer, ἔγχεϊ δ' αὐτὸς Τρωσὶ – μεταπρέπω, ib. 835; auch ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, 596; Hes. Th. 377; sp. D., auch c. accus., wie Ap. Rh. 2, 784, πάντεσσι μετέπρεπεν ἠϊθέοισιν εἶδός τ' ἠδὲ βίην.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
se distinguer parmi, τινι.
Étymologie: μετά, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

μεταπρέπω: отличаться, выдаваться, выделяться (ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Μυρμιδόνεσσιν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπρέπω: διαπρέπω μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, μετὰ δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, ταῦρος μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω, διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν εἶδος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».

English (Autenrieth)

be conspicuous or prominent among, τισίν.

Greek Monolingual

μεταπρέπω (Α)
διαπρέπω μεταξύ άλλων, εξέχω, διακρίνομαι («ὁ γὰρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένησιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πρέπω «φαίνομαι, ξεχωρίζω»].

Greek Monotonic

μεταπρέπω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., ξεχωρίζω ή είμαι διακεκριμένος ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.

Middle Liddell

to distinguish oneself or be distinguished among others, c. dat. pl., Hom.