Anonymous

ἁγηλατέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁγηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄγος]], [[ἐλαύνω]]), [[διώχνω]], [[εκβάλλω]] την [[κατάρα]], διώχνει τη [[συμφορά]], δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. [[piaculum]] exigere, σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''ἁγηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄγος]], [[ἐλαύνω]]), [[διώχνω]], [[εκβάλλω]] την [[κατάρα]], διώχνει τη [[συμφορά]], δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. [[piaculum]] exigere, σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁγηλᾰτέω:''' ион. ἀγηλᾰτέω изгонять из города (как запятнанного преступлением) (τινα Her., Soph.).
}}
}}