3,274,919
edits
(2) |
(1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁγηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄγος]], [[ἐλαύνω]]), [[διώχνω]], [[εκβάλλω]] την [[κατάρα]], διώχνει τη [[συμφορά]], δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. [[piaculum]] exigere, σε Ηρόδ., Σοφ. | |lsmtext='''ἁγηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄγος]], [[ἐλαύνω]]), [[διώχνω]], [[εκβάλλω]] την [[κατάρα]], διώχνει τη [[συμφορά]], δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. [[piaculum]] exigere, σε Ηρόδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁγηλᾰτέω:''' ион. ἀγηλᾰτέω изгонять из города (как запятнанного преступлением) (τινα Her., Soph.). | |||
}} | }} |