ἁγηλατέω

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

German (Pape)

[Seite 13] (VLL. φυγαδεύειν, ἐναγεῖς τινὰς ἐλαύνειν), Her. 5, 72 u. Soph. O. R. 403, als einen Fluchbeladenen verbannen (ἅγοσἐλαύνειν u. dah. mit dem spirit. asper zu schreiben).

Greek Monotonic

ἁγηλᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἄγος, ἐλαύνω), διώχνω, εκβάλλω την κατάρα, διώχνει τη συμφορά, δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. piaculum exigere, σε Ηρόδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἁγηλᾰτέω: ион. ἀγηλᾰτέω изгонять из города (как запятнанного преступлением) (τινα Her., Soph.).

Middle Liddell

ἄγος ἐλαύνω
to drive out a curse, i.e. an accursed or polluted person, Lat. piaculum exigere, Hdt., Soph.