Anonymous

ἀβίωτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβίωτος:''' -ον, [[ζωή]] που δεν μπορεί [[κάποιος]] να ζήσει, [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]]· <i>ἀβίωτον πεποίηκε τὸν βίον</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι</i>, σε Ευρ.· <i>ἀβίωτόν</i> (<i>ἐστι</i>), η [[ζωή]] είναι ανυπόφορη, σε Ευρ., Πλάτ.· επίρρ., [[ἀβιώτως]] ἔχειν, [[βρίσκω]] την [[ζωή]] ανυπόφορη, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀβίωτος:''' -ον, [[ζωή]] που δεν μπορεί [[κάποιος]] να ζήσει, [[αφόρητος]], [[ανυπόφορος]]· <i>ἀβίωτον πεποίηκε τὸν βίον</i>, σε Αριστοφ.· <i>ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι</i>, σε Ευρ.· <i>ἀβίωτόν</i> (<i>ἐστι</i>), η [[ζωή]] είναι ανυπόφορη, σε Ευρ., Πλάτ.· επίρρ., [[ἀβιώτως]] ἔχειν, [[βρίσκω]] την [[ζωή]] ανυπόφορη, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβίωτος:''' не стоящий быть прожитым, т. е. невыносимый, мучительный, безрадостный ([[βίος]] Aesch., Eur., Lys., Arph., Dem.): ἡγούμενοι τῷ τοὺς [[αὑτοῦ]] αἰσχύνοντι ἀβίωτον εἶναι Plat. полагая, что навлекшему позор на своих жить не стоит.
}}
}}