Anonymous

ἀγέννητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγέννητος:''' -ον ([[γεννάω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει γεννηθεί· [[ἀγέννητος]] τότ' ἦ, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀγεννής]], ταπεινής καταγωγής [[άνθρωπος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀγέννητος:''' -ον ([[γεννάω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει γεννηθεί· [[ἀγέννητος]] τότ' ἦ, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἀγεννής]], ταπεινής καταγωγής [[άνθρωπος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγέννητος:''' <b class="num">1)</b> не родившийся (еще) на свет Soph.;<br /><b class="num">2)</b> филос. нерожденный, несотворенный, т. е. не имеющий начала ([[εἶδος]] Plat.; [[θεός]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> безродный, низкого происхождения, незнатный Soph.
}}
}}