ἀγέννητος
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ἀγέννητον, (γεννάὠ
A unbegotten, unborn, ἀ. τότ' ἦ S.OC973: unoriginated, Pl.Ti.52a. Adv., ἀναιτίως καὶ ἀ. Plu. 2.1015b codd.
2 non-existent, αἰτία Aret.SD2.11.
II = ἀγεννής, low-born, mean, S.Tr.61.
III Act., not productive, Thphr. CP 6.10.1. Adv. ἀγεννήτως = without leaving issue, Epigr.Gr.333a (Perg.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1no engendrado, nunca nacido ἀ. τότ' ἦ S.OC 973.
2 ingénito, increado como cualidad del alma ἀ. καὶ ἀνώλεθρος Pl.Ti.52a
•como nombre Innatus de un eón de Epífanes, Iren.Lugd.Haer.1.11.5
•τὸ ἀθάνατον καὶ ἀγέννητον Philostr.VA 6.11, de Dios ὁ μόνος ἀ. καὶ ἀβασίλευτος Const.App.8.5.1, cf. Gr.Naz.M.36.89A, Pamph.Mon.Solut.6.49.
3 inexistente, que no tiene fundamento αἰτία Aret.SD 2.11.9.
II de bajo linaje κἀξ ἀγεννήτων ἄρα μῦθοι καλῶς πίπτουσιν S.Tr.61.
III no productivo Thphr.CP 6.10.1.
IV adv. -ως de modo ingénito, de manera no generada συνυπάρχει ὁ υἱὸς ἀ. τῷ θεῷ Arius Ep.Eus.2.
German (Pape)
[Seite 12] 1) nicht erzeugt, Soph. O. C. 977; Plut. de an. procr. e Tim. 4, neben ἀναιτίως 6. – 2) = ἀγεννής, Soph. Fr. 61 (nachher steht dafür δούλη). – 3) nichts hervorbringend, Theophr. Vgl. ἀγένητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non engendré, non créé, qui n'est pas né;
2 de naissance basse ou honteuse.
Étymologie: ἀ, γεννάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγέννητος: 1) не родившийся (еще) на свет Soph.;
2) филос. нерожденный, несотворенный, т. е. не имеющий начала (εἶδος Plat.; θεός Plut.);
3) безродный, низкого происхождения, незнатный Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέννητος: -ον, (γεννάω), ὡς τὸ ἀγέννητος, ὁ μὴ γεννηθείς, ἀγ. τότ’ ἦ, Σοφ. Ο. Κ. 973· ὁ μὴ λαβὼν ἀρχήν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 739, Πλάτ. Τίμ. 52Α., ἐπὶ τῶν στοιχείων, Ἐμπεδ. παρ’ Ἡσύχ. - ἐπίρρ., ἀναιτίως και ἀγ., Πλούτ. 2. 1015Α. ΙΙ. ὡς τὸ ἀγεννής, ὁ ταπεινὸς τὴν καταγωγήν, «πρόστυχος», Σοφ. Τρ. 61. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παράγων, μὴ γεννῶν, Θεόφρ. Αἴτ. Φυσ. 6. 10, 1.
Greek Monotonic
ἀγέννητος: -ον (γεννάω),
I. αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει γεννηθεί· ἀγέννητος τότ' ἦ, σε Σοφ.
II. όπως το ἀγεννής, ταπεινής καταγωγής άνθρωπος, στον ίδ.
Middle Liddell
γεννάω
I. unbegotten, unborn, ἀγ. τότ' ἦ Soph.
II. like ἀγεννής, low-born, Soph.