Anonymous

ἀγχόνη: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχόνη:''' ἡ ([[ἄγχω]]), [[πνίξιμο]], [[στραγγάλισμα]], [[κρέμασμα]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>ἔργακρείσσον' ἀγχόνης</i>, πράξεις μεγαλύτερης τιμωρίας ([[πάρα]] [[πολύ]] άσχημες), δηλ. πράξεις για [[αγχόνη]], [[κρεμάλα]], ή για [[τιμωρία]] χειρότερη από [[κρέμασμα]], σε Σοφ.· τάδ'ἀγχόνης [[πέλας]], [[κακά]] [[σχεδόν]] όσο και ο [[απαγχονισμός]], σε Ευρ.· στον πληθ., ἐν ἀγχόναις θάνατον [[λαβεῖν]], [[πεθαίνω]] μέσω απαγχονισμού, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀγχόνη:''' ἡ ([[ἄγχω]]), [[πνίξιμο]], [[στραγγάλισμα]], [[κρέμασμα]], σε Τραγ. κ.λπ.· <i>ἔργακρείσσον' ἀγχόνης</i>, πράξεις μεγαλύτερης τιμωρίας ([[πάρα]] [[πολύ]] άσχημες), δηλ. πράξεις για [[αγχόνη]], [[κρεμάλα]], ή για [[τιμωρία]] χειρότερη από [[κρέμασμα]], σε Σοφ.· τάδ'ἀγχόνης [[πέλας]], [[κακά]] [[σχεδόν]] όσο και ο [[απαγχονισμός]], σε Ευρ.· στον πληθ., ἐν ἀγχόναις θάνατον [[λαβεῖν]], [[πεθαίνω]] μέσω απαγχονισμού, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχόνη:''' ἡ<b class="num">1)</b> удушение, повешение: ἀγχόνης τέρματα Aesch. смерть от повешения; ἔργα κρείσσον᾽ ἀγχόνης Soph. дела, за которые повесить мало; ταῦτ᾽ οὐχὶ δεινῆς ἀγχόνης ἐπάξια; Eur. разве это не заслуживает повешения?;<br /><b class="num">2)</b> веревка для удушения, петля Eur., Arph.;<br /><b class="num">3)</b> перен. пытка, мука (ἀ. καὶ [[λύπη]] Aeschin.): ἀ. γἄρ ἂν τὸ [[πρᾶγμα]] γένοιτο αὐτοῖς Luc. ибо это стало бы для них источником терзаний.
}}
}}