Anonymous

ἄθηρος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή [[κυνήγι]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἄθηρον</i>, [[απουσία]] θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἄθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή [[κυνήγι]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἄθηρον</i>, [[απουσία]] θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄθηρος:''' лишенный дичи или бедный дичью ([[χώρα]] Her., Plut.): ἄ. [[ἡμέρα]] Aesch. день неудачной охоты.
}}
}}