3,277,700
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή [[κυνήγι]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἄθηρον</i>, [[απουσία]] θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἄθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή [[κυνήγι]], σε Ηρόδ.· <i>τὸ ἄθηρον</i>, [[απουσία]] θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄθηρος:''' лишенный дичи или бедный дичью ([[χώρα]] Her., Plut.): ἄ. [[ἡμέρα]] Aesch. день неудачной охоты. | |||
}} | }} |