ἄθηρος
προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves
English (LSJ)
ἄθηρον,
A without wild beasts or game, χώρη Hdt.4.185; τὸ ἄθηρον ταῖς λίμναις ἔνεστι, = ἀθηρία 2, Plu.2.981c; ἄ. ἡμέρα a blank day, A. Fr.241.
II repelling noxious animals, κλάδος Gp.10.32, etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 que carece de animales o caza χώρη Hdt.4.185, Plu.2.86b, ἄ. ἡμέρα día de caza en el que no se ha cobrado pieza A.Fr.241.
2 subst. τὸ ἄ. imposibilidad de cazar τὸ ἄ. ταῖς λίμναις ἔνεστι Plu.2.981c.
3 que aleja a los animales dañinos (serpientes) κλάδος Gp.10.32, 13.8.3.
German (Pape)
[Seite 46] 1) ohne Wild, Her. 4, 185; Plut. τὸ ἄθηρον, = ἀθηρία, sol. an. 32. – 2) ohne Jagdbeute, ἡμέρα Aesch. bei B. A. 351.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans gibier.
Étymologie: ἀ, θήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθηρος: лишенный дичи или бедный дичью (χώρα Her., Plut.): ἄ. ἡμέρα Aesch. день неудачной охоты.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθηρος: -ον, ὁ ἄνευ ἀγρίων ζῴων, ἄνευ κυνηγίου, χώρη, Ἡρόδ. 4. 185: τὸ ἄθηρον ἔνεστι ταῖς λίμναις, = ἀθηρία, Πλούτ. 2. 981C: - ἀθ. ἡμέρα = ἡμέρα ἄνευ θηράματος, ἀνωφελής. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 339. ΙΙ. ὁ ἀπελαύνων, ἀπωθῶν ἐπιβλαβῆ ζῷα, κλάδος, Γεωπ. 10. 32, κτλ.
Greek Monotonic
ἄθηρος: -ον (θήρ), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή κυνήγι, σε Ηρόδ.· τὸ ἄθηρον, απουσία θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[θήρ]
without wild beasts or game, Hdt.: τὸ ἄθηρον absence of game, Plut.