Anonymous

ἀδελφός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδελφός:''' [ᾰ], (<i>α αθροιστικό</i>, [[δελφύς]]· πρβλ. Λατ. co-[[uterinus]]), ώστε <i>ἀδελφοί</i> είναι [[κυρίως]] οι γιοι της ίδιας μητέρας.<br /><b class="num">I. 1.</b> ως ουσ., [[ἀδελφός]], <i>ὁ</i>, κλητ. <i>ἄδελφε</i> (όχι <i>ἀδελφέ</i>), Ιων. [[ἀδελφεός]], Επικ. <i>ἀδελειός</i>· ο [[αδελφός]] ή γενικά ο [[στενός]] [[συγγενής]]· <i>ἀδελφοί</i>, [[αδελφός]] και [[αδελφή]], όπως το Λατ. fratres, σε Ευρ.· <i>ἀδελφεοὶ ἀπ' ἀμφοτέρων</i>, αδελφοί κι απ' τους [[δύο]] γονείς, δηλ. όχι ετεροθαλή αδέλφια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> ο εν Χριστώ [[αδελφός]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> επίθ., [[ἀδελφός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, [[αδελφικός]], σε Τραγ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[geminus]], [[gemellus]], για οτιδήποτε διπλό, [[ζευγάρι]] ή δίδυμο· [[έπειτα]] ακριβώς όμοιος, σε Ξεν.· με γεν. ή δοτ., ἀδελφὰ [[τῶνδε]], <i>ἀδελφὰ τούτοισι</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀδελφός:''' [ᾰ], (<i>α αθροιστικό</i>, [[δελφύς]]· πρβλ. Λατ. co-[[uterinus]]), ώστε <i>ἀδελφοί</i> είναι [[κυρίως]] οι γιοι της ίδιας μητέρας.<br /><b class="num">I. 1.</b> ως ουσ., [[ἀδελφός]], <i>ὁ</i>, κλητ. <i>ἄδελφε</i> (όχι <i>ἀδελφέ</i>), Ιων. [[ἀδελφεός]], Επικ. <i>ἀδελειός</i>· ο [[αδελφός]] ή γενικά ο [[στενός]] [[συγγενής]]· <i>ἀδελφοί</i>, [[αδελφός]] και [[αδελφή]], όπως το Λατ. fratres, σε Ευρ.· <i>ἀδελφεοὶ ἀπ' ἀμφοτέρων</i>, αδελφοί κι απ' τους [[δύο]] γονείς, δηλ. όχι ετεροθαλή αδέλφια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> ο εν Χριστώ [[αδελφός]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> επίθ., [[ἀδελφός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, [[αδελφικός]], σε Τραγ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[geminus]], [[gemellus]], για οτιδήποτε διπλό, [[ζευγάρι]] ή δίδυμο· [[έπειτα]] ακριβώς όμοιος, σε Ξεν.· με γεν. ή δοτ., ἀδελφὰ [[τῶνδε]], <i>ἀδελφὰ τούτοισι</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδελφός:''' <b class="num">1)</b> братский, братнин (χεῖρες Aesch., Soph.; [[πολιτεία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. братский, родственный, близкий: ἀδελφὰ [[τῶνδε]] и τούτοιν Soph. нечто вроде этого; τούτων [[ἀδελφά]] τε καὶ ἀδελφῶν ψυχῶν ἔργα Plat. дела, близкие к этим и совершаемые родственными между собой душами; τῆς ἐν [[Μαραθῶνι]] μάχης [[ἀδελφή]] Plut. (сражение), напоминающее Марафонское.<br /><b class="num">I</b> эп.-ион. ἀδελφε(ι)ός ὁ (voc. ἄδελφε) брат: οἱ ἀδελφοί Eur. etc. братья, реже Eur. брат и сестра; ἀδελφεοὶ ἀπ᾽ ἀμφοτέρων Her. брат и по отцу и по матери.
}}
}}