3,277,649
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγάστονος:''' -ον ([[στένω]]), αυτός που γογγύζει με [[δύναμη]], που ουρλιάζει, που στενάζει υπερβολικά ή ωρύεται, λέγεται για το θόρυβο των κυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που θρηνεί, που οδύρεται μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀγάστονος:''' -ον ([[στένω]]), αυτός που γογγύζει με [[δύναμη]], που ουρλιάζει, που στενάζει υπερβολικά ή ωρύεται, λέγεται για το θόρυβο των κυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που θρηνεί, που οδύρεται μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγάστονος:''' <b class="num">1)</b> оглушительно воющий, завывающий ([[Ἀμφιτρίτη]] Hom., HH);<br /><b class="num">2)</b> громко стонущий, плачущий навзрыд (sc. παρθένοι Aesch.; [[μήτηρ]] Anth.). | |||
}} | }} |