Anonymous

ἀθερίζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθερίζω:''' ή -ίσσω· αόρ. αʹ <i>ἀθέριξα</i>, Επικ. γʹ ενικ. Μέσ. <i>ἀθερίσσατο</i>· [[υποτιμώ]], [[καταφρονώ]], [[περιφρονώ]], Λατ. [[nihil]] curare, με αιτ. προσ., σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀθερίζω:''' ή -ίσσω· αόρ. αʹ <i>ἀθέριξα</i>, Επικ. γʹ ενικ. Μέσ. <i>ἀθερίσσατο</i>· [[υποτιμώ]], [[καταφρονώ]], [[περιφρονώ]], Λατ. [[nihil]] curare, με αιτ. προσ., σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθερίζω:''' пренебрегать, презирать (τινά Hom., Plut., Anth.).
}}
}}