Anonymous

ἀγωνιάω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγωνιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἠγωνίᾱσα</i>, παρακ. <i>ἠγωνίᾱκα</i> ([[ἀγωνία]])·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[ἀγωνίζομαι]], [[παλεύω]], [[αγωνίζομαι]] έντονα, [[προσπαθώ]], [[μάχομαι]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[ανήσυχος]], βρίσκομαι σε [[αγωνία]], σε Πλάτ.· [[περί]] τινος, σε Αριστ.· [[ἐπί]] τινι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀγωνιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἠγωνίᾱσα</i>, παρακ. <i>ἠγωνίᾱκα</i> ([[ἀγωνία]])·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[ἀγωνίζομαι]], [[παλεύω]], [[αγωνίζομαι]] έντονα, [[προσπαθώ]], [[μάχομαι]], σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[ανήσυχος]], βρίσκομαι σε [[αγωνία]], σε Πλάτ.· [[περί]] τινος, σε Αριστ.· [[ἐπί]] τινι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγωνιάω:''' <b class="num">1)</b> бороться, соревноваться, соперничать (πρὸς ἀλλήλους Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> беспокоиться, тревожиться (περί τινος Polyb., Plut., [[ὑπέρ]] τινος, ἐπί τινι и περί τι Plut.): ἐδόκει μοι τετραχύνθαι τε καὶ ἀ. Plat. он, кажется мне, раздражен и взволнован; ἀ. τινα Polyb. опасаться кого-л.
}}
}}