Anonymous

ἀθαμβής: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθαμβής:''' -ές ([[θάμβος]]), [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Ίβυκο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀθαμβής:''' -ές ([[θάμβος]]), [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Ίβυκο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθαμβής:''' неустрашимый, бесстрашный ([[Ἔρως]] Anth. - v. l. [[ἀταρβής]]): ἀ. τινος Plut. не боящийся чего-либо.
}}
}}