Anonymous

ἄγκαθεν: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγκᾰθεν:''' επίρρ. όπως το [[ἀγκάς]],<br /><b class="num">I.</b> στην [[αγκαλιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί [[ἀνέκαθεν]], εφόσον το <i>ἀγκ-</i> υπάρχει αντί του <i>ἀνακ-</i> και [[ουδέποτε]] αντί του <i>ἀνεκ-</i>.
|lsmtext='''ἄγκᾰθεν:''' επίρρ. όπως το [[ἀγκάς]],<br /><b class="num">I.</b> στην [[αγκαλιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί [[ἀνέκαθεν]], εφόσον το <i>ἀγκ-</i> υπάρχει αντί του <i>ἀνακ-</i> και [[ουδέποτε]] αντί του <i>ἀνεκ-</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγκᾰθεν:''' <b class="num">I</b> adv. в объятия, обнимая: ἄ. [[λαβεῖν]] τι Aesch. обхватить что-л. руками.<br /><b class="num">II</b> adv. (= [[ἀνέκαθεν]]) наверху, сверху: στέγης ἄ. Aesch. на кровле.
}}
}}