Anonymous

ἀΐσθω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀΐσθω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ([[ἄημι]]), [[εκπνέω]], όπως το [[ἀποπνέω]]· θυμὸν [[ἄϊσθε]], παρέδιδε το [[πνεύμα]] του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀΐσθω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ. ([[ἄημι]]), [[εκπνέω]], όπως το [[ἀποπνέω]]· θυμὸν [[ἄϊσθε]], παρέδιδε το [[πνεύμα]] του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀΐσθω:''' выдыхать, испускать (θυμόν Hom.).
}}
}}