ἀΐσθω

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐσθω Medium diacritics: ἀΐσθω Low diacritics: αΐσθω Capitals: ΑΪΣΘΩ
Transliteration A: aḯsthō Transliteration B: aisthō Transliteration C: aistho Beta Code: a)i/+sqw

English (LSJ)

(ἄημι) Ep. Verb, breathe out, θυμὸν ἄϊσθε he was giving up the ghost, Il.20.403, cf. 16.468.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
souffler, exhaler.
Étymologie: cf. ἄω, ἄημι ; R. ἈϜ souffler.

German (Pape)

Hom. zweimal, Il. 20.403 αὐτὰρ ὁ θυμὸν ἄϊσθε καὶ ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος – ἃς ἄρα τόν γ' ἐρυγόντα λέπ' ὀστέα θυμὸς ἀγήνωρ; 16.468 ὁ δ' ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων, κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών, ἀπὸ δ' ἔπτατο θυμός. Hiernach kann θυμὸν ἄϊσθε nicht heißen = er hauchte die Seele aus, wie Einige erklären. Man vgl. vielmehr 15.252 ἐφάμην νέκυας καὶ δῶμ' Ἀίδαο ἤματι τῷδ' ἴξεσθαι, ἐπεὶ φίλον ἄϊον ἦτορ, wo Aristonic. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἄϊον ἀντὶ τοῦ ἐπῃσθόμην, τοῦτο δέ ἐστι τῆς ψυχῆς μοῦ ἥψατο. καὶ ἐν ἄλλοις (11.532) »τοὶ δὲ πληγῆς ἀΐοντες« ἐπαισθόμενοι τῆς πληγῆς. Also ἀΐσθω = αἴσθω, act. zu αἴσθομαι, αἰσθάνομαι; θυμὸν ἄϊσθε = er fühlte sein Leben, durch die Verwundung, d.h. er zuckte zusammen, im innersten Leben getroffen. Apoll. Lex.Hom. 16.16 ἀΐσθων αἰσθόμενος· » ὁ δ' ἀνέβραχε θυμὸν ἀΐσθων«. – Opp. H. 5.311.

Russian (Dvoretsky)

ἀΐσθω: выдыхать, испускать (θυμόν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐσθω: (ἄημι) Ἐπ. ῥῆμα, ἐκπνέω, ἀποπνέω, θυμὸν ἄϊσθε, ἐξέπνευσε, Ἰλ. Υ. 403· θυμὸν ἀΐσθων, ἐκπνέων, ΙΙ. 468· πρβλ. ἀΐω = ἄημι.

Greek Monotonic

ἀΐσθω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (ἄημι), εκπνέω, όπως το ἀποπνέω· θυμὸν ἄϊσθε, παρέδιδε το πνεύμα του, εξέπνευσε, σε Ομήρ. Ιλ.