Anonymous

αἰνός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνός:''' -ή, -όν, ποιητ. και Ιων. [[λέξη]]<br /><b class="num">I.</b> = [[δεινός]], [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[σκληρός]], [[φρικτός]], [[τρομακτικός]], σε Όμηρ.· <i>αἰνότατε Κρονίδη</i>, φοβερότατε γιε του Κρόνου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, φοβερά, δηλ. παράδοξα, καθ' υπερβολήν, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης [[αἰνά]], ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. <i>-ότατον</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''αἰνός:''' -ή, -όν, ποιητ. και Ιων. [[λέξη]]<br /><b class="num">I.</b> = [[δεινός]], [[φοβερός]], [[τρομερός]], [[σκληρός]], [[φρικτός]], [[τρομακτικός]], σε Όμηρ.· <i>αἰνότατε Κρονίδη</i>, φοβερότατε γιε του Κρόνου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, φοβερά, δηλ. παράδοξα, καθ' υπερβολήν, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης [[αἰνά]], ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. <i>-ότατον</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνός:''' <b class="num">1)</b> страшный, ужасный, жуткий ([[χόλος]], [[κάματος]], [[πόλεμος]] Hom.; [[φόβος]], [[ὕβρις]] Pind.; [[ἄχος]] Hom., Soph.);<br /><b class="num">2)</b> грозный ([[Τάρταρος]], [[Ζεύς]] Hom.).
}}
}}