Anonymous

ἀΐστωρ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀΐστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[α- στερητικό]], [[εἰδέναι]]), αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[απληροφόρητος]], αυτός που δεν έχει [[συνείδηση]] για [[κάτι]], σε Πλάτ.· <i>τινός</i>, ενός πράγματος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀΐστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[α- στερητικό]], [[εἰδέναι]]), αυτός που αγνοεί [[κάτι]], [[απληροφόρητος]], αυτός που δεν έχει [[συνείδηση]] για [[κάτι]], σε Πλάτ.· <i>τινός</i>, ενός πράγματος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀΐστωρ:''' ορος adj. незнающий, несведущий (ὅπλων καὶ μάχης Eur.): ἀ. ὤν Plat. не зная.
}}
}}