ἀΐστωρ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, unknowing, unaware, ἀΐστωρ ὢν αὐτός Pl.Lg. 845b: c. gen., μάχης E.Andr.682.
German (Pape)
[Seite 62] ορος (οἶδα), unwissend, unkundig, ὅπλων καὶ μάχης Eur. Andr. 683; Plat. Legg. VIII, 845 a.
French (Bailly abrégé)
ωρ, ορ ; gén. ορος;
qui ne sait pas, gén..
Étymologie: ἀ, ἵστωρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐστωρ: ορος adj. незнающий, несведущий (ὅπλων καὶ μάχης Eur.): ἀ. ὤν Plat. не зная.
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἀγνοῶν, ἀμαθής, ἄπειρος, μὴ ἔχων συνείδησίν τινος, ἀΐστωρ ὤν αὐτός, Πλάτ. Νόμ. 845Β· τινός, ὡς πρός τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἀνδρ. 682.
Greek Monotonic
ἀΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (α- στερητικό, εἰδέναι), αυτός που αγνοεί κάτι, απληροφόρητος, αυτός που δεν έχει συνείδηση για κάτι, σε Πλάτ.· τινός, ενός πράγματος, σε Ευρ.