Anonymous

ἀκαρί: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-εως), το (Α [[ἀκαρί]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[μέλος]] της υφομοταξίας Ακάρεα<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται [[μέσα]] σε [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[λέξη]] προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των <i>ἀκαρὴς</i> «[[μικροσκοπικός]] [[σύντομος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόρις]] «[[κοριός]]». Για την [[ετυμολογία]] της νεοελληνικής λέξης <b>βλ.</b> [[ετυμολογία]] λήμματος <i>Ακάρεα</i>].
|mltxt=(-εως), το (Α [[ἀκαρί]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[μέλος]] της υφομοταξίας Ακάρεα<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται [[μέσα]] σε [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[λέξη]] προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των <i>ἀκαρὴς</i> «[[μικροσκοπικός]] [[σύντομος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόρις]] «[[κοριός]]». Για την [[ετυμολογία]] της νεοελληνικής λέξης <b>βλ.</b> [[ετυμολογία]] λήμματος <i>Ακάρεα</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκᾰρί:''' adv. Arst. = [[ἀκαρῆ]].
}}
}}