ἀκαρί

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαρί Medium diacritics: ἀκαρί Low diacritics: ακαρί Capitals: ΑΚΑΡΙ
Transliteration A: akarí Transliteration B: akari Transliteration C: akari Beta Code: a)kari/

English (LSJ)

τό, kind of mite, bred in wax, Arist.HA557b8.

Spanish (DGE)

τό
ácaro, cresa de la cera, Arist.HA 557b8.
• Etimología: Rel. prob. c. ἀκαρής q.u.

German (Pape)

[Seite 68] τό, Milbe, ἐλάχιστον ζῶον Arist. H. A. 5, 32 (acarus, Linn.).

Greek Monolingual

(-εως), το (Α ἀκαρί, το)
νεοελλ.
κάθε μέλος της υφομοταξίας Ακάρεα
αρχ.
είδος της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός». Για την ετυμολογία της νεοελληνικής λέξης βλ. ετυμολογία λήμματος Ακάρεα].

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰρί: adv. Arst. = ἀκαρῆ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: mite (Arist.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Fur. 371 connects κὰρνος = φθείρ (louse) H., which is quite attractive. Usually connected with ἀκαρής, q.v. DELG suggests contamination of ἀκαρής with κόρις bug. I would rather think that κὸρις is cognate, as a substr. word, with proth. vowel and α/ο.