Anonymous

ἀκύμων: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκύμων:''' ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>κύεω</i>), [[άκαρπος]], [[στείρος]], λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.<br /><b class="num">• [[ἀκύμων]]:</b> ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]) = [[ἀκύμαντος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀκύμων:''' ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>κύεω</i>), [[άκαρπος]], [[στείρος]], λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.<br /><b class="num">• [[ἀκύμων]]:</b> ,—ονος[ῡ], -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[κῦμα]]) = [[ἀκύμαντος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκύμων:''' 2, gen. ονος (ῡ) бесплодный ([[νηδύς]] Eur.).<br />2, gen. ονος (ῡ) не взволнованный, спокойный ([[πόντος]] Aesch., Pind.; πόντου [[νῶτος]] Eur.; [[θάλασσα]], [[πόρος]], [[βίος]] Plut.).
}}
}}