ἀκύμων
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
(A), [ῡ], ἀκύμον, gen. ἀκύμονος, (κῦμα) = ἀκύμαντος (waveless, not washed by waves), Pi.Fr.235, A.Ag.566; θάλασσα Ar.Fr.708; ἀκύμων πομπὰ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39 (Pap.); γαλήνη Ph.1.680; ἀήρ Plu.2.722e; οὐρανός prob. in Plot.5.1.2: metaph., βίος Plu.2.8a.
(B), [ῡ], ἀκύμον, gen. ἀκύμονος, (κυέω) without fruit, barren, sterile, of women, E.Andr.158; of the earth, Moschio Trag.8.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1que no tiene olas, carente de oleaje del mar, Pi.Fr.140b.16, A.A.566, ἀκύμονα πόντου νῶτα E.IT 1444, Ael.NA 15.12, ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39, ἀ. γαλήνη Ph.1.680, ὄχθαι Nonn.D.10.171.
2 fig. tranquilo, sosegado βίος Plu.2.8a, διάθεσις Plot.1.6.5, ψυχή Plu.2.1090b.
II estéril, que no concibe νηδύς E.Andr.158, γῆ Moschio Trag.6.13, cf. Ar.Fr.765, Sud.
• Etimología: v. κυέω
French (Bailly abrégé)
1ων, ον ; gén. ονος;
sans vagues, calme.
Étymologie: ἀ, κῦμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
stérile.
Étymologie: ἀ, κύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκύμων -ον, gen. -ονος [ἀ-, κῦμα zonder golven, kalm.
German (Pape)
1 ον, = ἀκύμαντος, πόντος Aesch. Ag. 552; Pind. frg. 259; Eur. I.T. 1444; πόρος Plut. Timol. 19. übertragen, βίος Plut. de ed. p. 10 neben γαληνός.
2 ον (κυέω), unfruchtbar, νηδύς Eur. Andr. 158; Moschio Stob. ecl. 1, p. 242.
Russian (Dvoretsky)
ἀκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) бесплодный (νηδύς Eur.).
2, gen. ονος (ῡ) не взволнованный, спокойный (πόντος Aesch., Pind.; πόντου νῶτος Eur.; θάλασσα, πόρος, βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύμων: [ῡ], -ον, γεν. ονος, (κῦμα) = ἀκύμαντος, Πινδ. Ἀποσπ. 259, Αἰσχύλ. Ἀγ. 556: - μεταφ., γαληνιαῖος, βίος, Πλούτ. 8Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. ἐν τόπῳ.
English (Slater)
ᾰκῡμων waveless ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16.
Greek Monolingual
(I)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α) κύμα
ακύμαντος, άκυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «κυματισμός, θαλάσσιο κύμα» (> ἀκύμων Ι) και «κύημα, έμβρυο» (> ἀκύμων ΙΙ)].
(II)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α)
1. (για γυναίκες) στείρα
2. άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κῦμα «κύημα, έμβρυο», βλ. ἀκύμων Ι].
Greek Monotonic
ἀκύμων:,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κύεω), άκαρπος, στείρος, λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.
• ἀκύμων:,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αισχύλ.