Anonymous

ἀλέξω: Difference between revisions

From LSJ
1,061 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλέξω:''' [ᾰ], Επικ. απαρ. [[ἀλεξέμεναι]], <i>-[[έμεν]]</i>· μέλ. <i>ἀλεξήσω</i>, αόρ. αʹ ευκτ. <i>ἀλεξήσειε</i> — Μέσ. μέλ. <i>ἀλεξήσομαι</i>. Εκτός από αυτούς τους χρόνους (που σχηματίστηκαν από το <i>ἀλεξέω</i>), συναντάμε κι άλλους από το [[ἀλέκω]], μέλ. [[ἀλέξω]], Μέσ. [[ἀλέξομαι]], αόρ. αʹ απαρ. [[ἀλέξασθαι]]. (Από τη √<i>ΑΛΚ</i>, βλ. [[ἄλαλκε]]),<br /><b class="num">1.</b> [[απωθώ]] ή [[απομακρύνω]], [[αποτρέπω]] ή [[αποκρούω]]· με αιτ. πράγμ., [[Ζεὺς]] τό γ' ἀλεξήσειε, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ., <i>Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακόνἦμαρ</i>, θα το αποτρέψει από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[έπειτα]] με δοτ. προσ. μόνο, [[βοηθώ]], [[υπερασπίζω]], στο ίδ., σε Ξεν.· απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[απομακρύνω]] απ' τον εαυτό μου, [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου [[έναντι]], με αιτ., στο ίδ.· απόλ., [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, στο ίδ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, [[αμείβω]], [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]], [[ξεπληρώνω]], τοὺς εὖ καὶ [[κακῶς]] ποιοῦντας ἀλεξόμενος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀλέξω:''' [ᾰ], Επικ. απαρ. [[ἀλεξέμεναι]], <i>-[[έμεν]]</i>· μέλ. <i>ἀλεξήσω</i>, αόρ. αʹ ευκτ. <i>ἀλεξήσειε</i> — Μέσ. μέλ. <i>ἀλεξήσομαι</i>. Εκτός από αυτούς τους χρόνους (που σχηματίστηκαν από το <i>ἀλεξέω</i>), συναντάμε κι άλλους από το [[ἀλέκω]], μέλ. [[ἀλέξω]], Μέσ. [[ἀλέξομαι]], αόρ. αʹ απαρ. [[ἀλέξασθαι]]. (Από τη √<i>ΑΛΚ</i>, βλ. [[ἄλαλκε]]),<br /><b class="num">1.</b> [[απωθώ]] ή [[απομακρύνω]], [[αποτρέπω]] ή [[αποκρούω]]· με αιτ. πράγμ., [[Ζεὺς]] τό γ' ἀλεξήσειε, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ., <i>Δαναοῖσιν ἀλεξήσειν κακόνἦμαρ</i>, θα το αποτρέψει από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[έπειτα]] με δοτ. προσ. μόνο, [[βοηθώ]], [[υπερασπίζω]], στο ίδ., σε Ξεν.· απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[απομακρύνω]] απ' τον εαυτό μου, [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου [[έναντι]], με αιτ., στο ίδ.· απόλ., [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, στο ίδ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, [[αμείβω]], [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]], [[ξεπληρώνω]], τοὺς εὖ καὶ [[κακῶς]] ποιοῦντας ἀλεξόμενος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλέξω:''' (ᾰ) (fut. ἀλεξήσω, aor. [[ἠλέξησα]]) и [[ἀλέκω]] (fut. [[ἀλέξω]], aor. 1 ἤλεξα, aor. 2 ἄλαλκον) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> отражать, (пред)отвращать, отгонять прочь (τί τινι Hom.): [[Ζεὺς]] τόγ᾽ ἀλεξήσειε! Hom. не приведи Зевс!;<br /><b class="num">2)</b> охранять, оборонять, защищать ([[προθύμως]] ἀ. τινί Xen.): [[ἀλέξασθαι]] μαχαίρῃσι Her. обороняться мечами; οὐκ [[ἔνι]] φροντίδος [[ἔγχος]], ᾧ τις ἀλέξεται Soph. невозможно придумать, как спастись (досл. нет такого духовного оружия, которым можно было бы защищаться);<br /><b class="num">3)</b> med. сводить счеты, расквитаться (καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς [[κακῶς]] ποιοῦντας Xen.).
}}
}}