3,277,719
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλάομαι:''' [ᾰλ], Επικ. γʹ πληθ. [[ἀλόωνται]], Επικ. προστ. [[ἀλόω]]· παρατ. [[ἠλώμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>ἀλᾱτο</i>· μέλ. <i>ἀλήσομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ [[ἀλήθην]], Δωρ. μτχ. <i>ἀλᾱθείς</i>· πρβλ. [[ἀλάλημαι]] — Παθ. ([[ἄλη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> περιπλανιέμαι, παραπλανώμαι, [[ξεστρατίζω]] ή περιφέρομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· περιπλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], είμαι [[εξόριστος]], σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, <i>ἀλ. γῆν</i>, περιπλανιέμαι στην [[χώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., περιπλανιέμαι [[μακριά]] από, [[σταματώ]], [[παύω]], [[διακόπτω]], χάνω την [[ευχαρίστηση]], <i>εὐφροσύνας</i>, σε Πίνδ.· <i>τῆς πάροιθ' εὐπραξίας</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τριγυρίζει ο [[νους]] μου, είμαι αναστατωμένος, [[αλλόφρων]], [[έξαλλος]] από [[ανησυχία]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀλάομαι:''' [ᾰλ], Επικ. γʹ πληθ. [[ἀλόωνται]], Επικ. προστ. [[ἀλόω]]· παρατ. [[ἠλώμην]], Επικ. γʹ ενικ. <i>ἀλᾱτο</i>· μέλ. <i>ἀλήσομαι</i>· Επικ. αόρ. αʹ [[ἀλήθην]], Δωρ. μτχ. <i>ἀλᾱθείς</i>· πρβλ. [[ἀλάλημαι]] — Παθ. ([[ἄλη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> περιπλανιέμαι, παραπλανώμαι, [[ξεστρατίζω]] ή περιφέρομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· περιπλανιέμαι [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], είμαι [[εξόριστος]], σε Σοφ.· με αιτ. τόπου, <i>ἀλ. γῆν</i>, περιπλανιέμαι στην [[χώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., περιπλανιέμαι [[μακριά]] από, [[σταματώ]], [[παύω]], [[διακόπτω]], χάνω την [[ευχαρίστηση]], <i>εὐφροσύνας</i>, σε Πίνδ.· <i>τῆς πάροιθ' εὐπραξίας</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., τριγυρίζει ο [[νους]] μου, είμαι αναστατωμένος, [[αλλόφρων]], [[έξαλλος]] από [[ανησυχία]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλάομαι:''' (aor. [[ἠλήθην]], pf. в знач. praes. [[ἀλάλημαι]])<br /><b class="num">1)</b> блуждать, странствовать, скитаться (κατὰ πόντον, ἀνὰ στρατόν Hom.; γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις Aesch.; ἐπὶ ξένης χώρας Soph. или ἐπὶ ξένης Isocr.; ἐν Σκύθαις Arph.): [[ἔδεισα]] μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Her. боюсь, как бы мы не натерпелись в наших скитаниях;<br /><b class="num">2)</b> проходить в своих странствиях (ἀπίαν γᾶν Soph.; πορθμοὺς μυρίους Eur.; [[οὔρεα]] καὶ δρυμούς Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> быть изгнанным (ἔκ τινος Soph.): ἀλᾶσθαι [[μετὰ]] τὸν φόνον τινός Thuc. быть изгнанным вследствие убийства кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> оказаться лишенным (εὐφροσύνας Pind.; τῆς εὐπραξίας Eur.);<br /><b class="num">5)</b> перен. заблуждаться, быть в неведении: [[ἴσμεν]] οὐδὲν τρανές, ἀλλ᾽ ἀλώμεθα Soph. мы ничего достоверного не знаем, а блуждаем. | |||
}} | }} |