Anonymous

ἅλιος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅλιος:''' (Α), -α, -ον και -ος, -ον (ἅλς), [[θαλασσινός]], Λατ. [[marinus]], λέγεται για τους θεούς της θάλασσας και τις νύμφες, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἅλ. ψάμαθαι</i>, η [[άμμος]] της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">• [[ἅλιος]]:</b> (Β), -α, -ον (πρβλ. [[ἠλίθιος]]), λέγεται για πράγματα, [[άκαρπος]], [[ακερδής]], [[απρόσφορος]], [[μάταιος]], [[ανώφελος]], σε Όμηρ.· ουδ. [[ἅλιον]] ως επίρρ., [[μάταια]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομαλό επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[ἅλιος]]:</b> ὁ, Δωρ. αντί [[ἥλιος]].
|lsmtext='''ἅλιος:''' (Α), -α, -ον και -ος, -ον (ἅλς), [[θαλασσινός]], Λατ. [[marinus]], λέγεται για τους θεούς της θάλασσας και τις νύμφες, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἅλ. ψάμαθαι</i>, η [[άμμος]] της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">• [[ἅλιος]]:</b> (Β), -α, -ον (πρβλ. [[ἠλίθιος]]), λέγεται για πράγματα, [[άκαρπος]], [[ακερδής]], [[απρόσφορος]], [[μάταιος]], [[ανώφελος]], σε Όμηρ.· ουδ. [[ἅλιον]] ως επίρρ., [[μάταια]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομαλό επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">• [[ἅλιος]]:</b> ὁ, Δωρ. αντί [[ἥλιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἅλιος:''' (ᾰ) бесполезный, бесплодный, напрасный, тщетный ([[ἔπος]], [[βέλος]], [[πόνος]] Hom.).<br /><b class="num">I</b> (ᾱ) и [[ἀέλιος]] ὁ дор. = [[ἥλιος]].<br />и 2 (ᾰ) морской (ψάμαθοι, θεαί Hom.; πρύμναι Pind.; [[κῦμα]] Aesch.; [[πλάτη]] Soph., Eur.): [[ἅλιον]] [[πέλαγος]] Eur. морской простор, море.
}}
}}