Anonymous

ἁλίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλίρρῠτος:''' -ον (ἅλς, [[ῥέω]]), αυτός που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἁλίρρῠτος:''' -ον (ἅλς, [[ῥέω]]), αυτός που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλίρρῠτος:''' <b class="num">1)</b> обтекаемый морем (αὐχὴν Δήλου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> омывающий своими волнами: [[ἄλσος]] ἁλίρρυτον Aesch. морская пучина.
}}
}}