Anonymous

ἀλλόκοτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλόκοτος:''' -ον, αυτός που έχει ασυνήθιστη [[φύση]] ή [[σχήμα]], [[παράξενος]], [[τερατώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀλλ. [[πρᾶγμα]], παράδοξη, στρεβλή [[εργασία]], σε Θουκ.· με γεν., ἀλλοκότῳ γνώμᾳτῶν [[πάρος]], με σκοπό ολοκληρωτικά διαφορετικό απο..., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. (από το [[ἄλλος]], η [[κατάληξη]] <i>-κοτος</i>, είναι αμφίβολη).
|lsmtext='''ἀλλόκοτος:''' -ον, αυτός που έχει ασυνήθιστη [[φύση]] ή [[σχήμα]], [[παράξενος]], [[τερατώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀλλ. [[πρᾶγμα]], παράδοξη, στρεβλή [[εργασία]], σε Θουκ.· με γεν., ἀλλοκότῳ γνώμᾳτῶν [[πάρος]], με σκοπό ολοκληρωτικά διαφορετικό απο..., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. (από το [[ἄλλος]], η [[κατάληξη]] <i>-κοτος</i>, είναι αμφίβολη).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόκοτος:''' <b class="num">1)</b> другой, иной, отличный: ἀ. τῶν [[πάρος]] Soph. отличный от прежнего;<br /><b class="num">2)</b> странный, необычный ([[ὄνομα]] Plat.; [[φωνή]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> чудовищный, ужасный ([[πρᾶγμα]] Thuc.; [[ἔργον]] Plut.).
}}
}}