Anonymous

ἀλλόκοτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλόκοτος]], -ον)<br />ο [[ασυνήθιστος]] στη [[μορφή]] ή τη [[φύση]], [[παράδοξος]], [[τερατώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀλλόκοτον [[ὄνομα]]», παράδοξη, ασυνήθιστη [[λέξη]]<br />«ἀλλόκοτον [[πράγμα]]», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό [[πράγμα]], φοβερή [[υπόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]]», με εξασθενημένη τη [[σημασία]] του β' συνθετικού <b>[[πρβλ]].</b> και τον τ. <i>νεό</i>-<i>κοτος</i> «[[ασυνήθιστος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλλοκοτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλοκοτιά]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλόκοτος]], -ον)<br />ο [[ασυνήθιστος]] στη [[μορφή]] ή τη [[φύση]], [[παράδοξος]], [[τερατώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀλλόκοτον [[ὄνομα]]», παράδοξη, ασυνήθιστη [[λέξη]]<br />«ἀλλόκοτον [[πράγμα]]», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό [[πράγμα]], φοβερή [[υπόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]]», με εξασθενημένη τη [[σημασία]] του β' συνθετικού <b>[[πρβλ]].</b> και τον τ. <i>νεό</i>-<i>κοτος</i> «[[ασυνήθιστος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλλοκοτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλοκοτιά]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλόκοτος:''' -ον, αυτός που έχει ασυνήθιστη [[φύση]] ή [[σχήμα]], [[παράξενος]], [[τερατώδης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀλλ. [[πρᾶγμα]], παράδοξη, στρεβλή [[εργασία]], σε Θουκ.· με γεν., ἀλλοκότῳ γνώμᾳτῶν [[πάρος]], με σκοπό ολοκληρωτικά διαφορετικό απο..., σε Σοφ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ. (από το [[ἄλλος]], η [[κατάληξη]] <i>-κοτος</i>, είναι αμφίβολη).
}}
}}