Anonymous

ἀμβλήδην: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμβλήδην:''' επίρρ. ποιητ. αντί [[ἀναβλήδην]] (<i>ἀναβάλλομαι</i>), με αιφνίδιες εκρήξεις, ἀμβλ. [[γοόωσα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀμβλήδην:''' επίρρ. ποιητ. αντί [[ἀναβλήδην]] (<i>ἀναβάλλομαι</i>), με αιφνίδιες εκρήξεις, ἀμβλ. [[γοόωσα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμβλήδην:''' [ἀναβάλλομαι] adv. внезапно, сразу: ἀ. [[γοόωσα]] Hom. разразившись рыданиями.
}}
}}