Anonymous

ἀμείνων: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμείνων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ανώμ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], <b>I.1.</b> [[καλύτερος]], ικανότερος, ευρωστότερος, ισχυρότερος, γενναιότερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. [[ἀγαθός]] II. λέγεται για πράγματα, [[καλύτερος]], καταλληλότερος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἄμεινόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι καλύτερο, με απαρ., [[ἐπεί]] πείθεσθαι [[ἄμεινον]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αρνητ., οὐ γὰρ [[ἄμεινον]], δεν ήταν καλύτερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀμείνω φρονέειν</i>, διαλέγει το καλύτερο [[μέρος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀμείνων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ανώμ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], <b>I.1.</b> [[καλύτερος]], ικανότερος, ευρωστότερος, ισχυρότερος, γενναιότερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. [[ἀγαθός]] II. λέγεται για πράγματα, [[καλύτερος]], καταλληλότερος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἄμεινόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι καλύτερο, με απαρ., [[ἐπεί]] πείθεσθαι [[ἄμεινον]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αρνητ., οὐ γὰρ [[ἄμεινον]], δεν ήταν καλύτερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀμείνω φρονέειν</i>, διαλέγει το καλύτερο [[μέρος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμείνων:''' 2, gen. ονος (ᾰ) [compar. к [[ἀγαθός]] лучший, Hom. часто вм. posit. хороший: οἱ ἀμείνονες Plat. высший класс, знать; ἐπὶ τὸ ἄμεινόν τινι εἶναι Dem. соответствовать чьим-л. интересам.
}}
}}