Anonymous

ἄληπτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄληπτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[δύσληπτος]], αυτός που δεν μπορεί [[κάποιος]] να τον πιάσει, σε Πλούτ.· συγκρ. <i>ἀληπτότερος</i>, λιγότερο [[προσβλητός]], [[απρόσβλητος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[απαράδεκτος]], [[ακατανόητος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἄληπτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[δύσληπτος]], αυτός που δεν μπορεί [[κάποιος]] να τον πιάσει, σε Πλούτ.· συγκρ. <i>ἀληπτότερος</i>, λιγότερο [[προσβλητός]], [[απρόσβλητος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[απαράδεκτος]], [[ακατανόητος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄληπτος:''' <b class="num">1)</b> неприступный, неодолимый (νησιῶται Thuc.; [[πέτρα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неуловимый (φεύγοντες Plut.);<br /><b class="num">3)</b> непостижимый (αἰσθήσει, λογισμῷ Plut.).
}}
}}