Anonymous

ἀμήχανος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμήχᾰνος:''' Δωρ. [[ἀμάχανος]], <i>-ον</i>, ([[μηχανή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] μέσων ή πόρων, που βρίσκεται σε αδιέξοδο, <i>τινος</i>, για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀμ. εἴς τι</i>, [[στενόχωρος]] ως προς [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., μη γνωρίζοντας τί να πράξει, [[ανίκανος]] να πράξει, σε Σοφ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]]:<br /><b class="num">1.</b> [[απραγματοποίητος]], [[δύσκολος]], [[αδύνατος]], με απαρ.· <i>ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁδὸς ἀμ. [[εἰσελθεῖν]], [[δρόμος]] [[δύσκολος]] στη [[διάβαση]], σε Ξεν.· <i>ἀμήχανόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι αδύνατο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., <i>ἀμήχανα</i>, ακατόρθωτα, αδύνατα, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό [[έναντι]] του οποίου δε μπορεί να γίνει [[τίποτα]], [[ακατανίκητος]], λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, <i>ἀμήχανα ἔργα</i>, στενοχώρια που δε βρίσκει [[γιατρειά]] ή [[βοήθεια]], στο ίδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για όνειρα, [[ανεξήγητος]], [[ανερμήνευτος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ακατάληπτος]], [[άπειρος]], [[άμετρος]], σε Πλάτ.· <i>ἀμήχανον εὐδαιμονίας</i>, υπέρτατη [[ευτυχία]], στον ίδ.· [[συχνά]] με αιτ., [[ἀμήχανος]] τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[κάλλος]], τὸ [[πλῆθος]], δηλ. [[ασύλληπτος]] ως προς το [[μέγεθος]] κ.λπ., στον ίδ., σε Ξεν.· ο Πλάτ. [[συχνά]] προσθέτει τις αναφ. αντων. [[οἷος]], [[ὅσος]] και <i>ὡς</i>, όπως, ἀμήχανον [[ὅσον]] χρόνον, μια ασύλληπτη [[διάρκεια]] του χρόνου· [[ἀμηχάνως]] ὡς εὖ, υπερβολικά, εξαισίως [[καλά]].
|lsmtext='''ἀμήχᾰνος:''' Δωρ. [[ἀμάχανος]], <i>-ον</i>, ([[μηχανή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] μέσων ή πόρων, που βρίσκεται σε αδιέξοδο, <i>τινος</i>, για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀμ. εἴς τι</i>, [[στενόχωρος]] ως προς [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., μη γνωρίζοντας τί να πράξει, [[ανίκανος]] να πράξει, σε Σοφ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]]:<br /><b class="num">1.</b> [[απραγματοποίητος]], [[δύσκολος]], [[αδύνατος]], με απαρ.· <i>ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁδὸς ἀμ. [[εἰσελθεῖν]], [[δρόμος]] [[δύσκολος]] στη [[διάβαση]], σε Ξεν.· <i>ἀμήχανόν ἐστι</i>, με απαρ., είναι αδύνατο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., <i>ἀμήχανα</i>, ακατόρθωτα, αδύνατα, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό [[έναντι]] του οποίου δε μπορεί να γίνει [[τίποτα]], [[ακατανίκητος]], λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, <i>ἀμήχανα ἔργα</i>, στενοχώρια που δε βρίσκει [[γιατρειά]] ή [[βοήθεια]], στο ίδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για όνειρα, [[ανεξήγητος]], [[ανερμήνευτος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ακατάληπτος]], [[άπειρος]], [[άμετρος]], σε Πλάτ.· <i>ἀμήχανον εὐδαιμονίας</i>, υπέρτατη [[ευτυχία]], στον ίδ.· [[συχνά]] με αιτ., [[ἀμήχανος]] τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[κάλλος]], τὸ [[πλῆθος]], δηλ. [[ασύλληπτος]] ως προς το [[μέγεθος]] κ.λπ., στον ίδ., σε Ξεν.· ο Πλάτ. [[συχνά]] προσθέτει τις αναφ. αντων. [[οἷος]], [[ὅσος]] και <i>ὡς</i>, όπως, ἀμήχανον [[ὅσον]] χρόνον, μια ασύλληπτη [[διάρκεια]] του χρόνου· [[ἀμηχάνως]] ὡς εὖ, υπερβολικά, εξαισίως [[καλά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμήχᾰνος:''' дор. ἀμάχᾰνος 2 (μᾱ)<br /><b class="num">1)</b> бессильный, беспомощный, неспособный (ἀ. καὶ [[ἄτεχνος]] Plat.; ἀ. εἴς τι Eur.): ἐγὼ [[σέο]] ἀ. Hom. я не в силах помочь тебе; ἀ. τῇ πόλει Arph. не умеющий быть полезным государству; ἀ. πρὸς τὸν βίον Arst. неприспособленный к жизни; [[ἔφυν]] ἀ. ποιεῖν τι Soph. я от природы не в состоянии сделать что-л.; ἀμήχανόν τινα ποιεῖν или τιθέναι Plat. поставить кого-л. в затруднительное положение;<br /><b class="num">2)</b> непреодолимый, неотвратимый ([[συμφορά]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> непроходимый ([[ὁδός]] Xen., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> неразрывный ([[δεσμά]] HH);<br /><b class="num">5)</b> неутолимый ([[ἄλγος]] Soph.);<br /><b class="num">6)</b> неизлечимый, безнадежный (νόσοι Soph.);<br /><b class="num">7)</b> непреклонный, несговорчивый, неуступчивый, своенравный ([[Ζεύς]], Ἣρη, [[Ἀχιλλεύς]] Hom.): ἀ. παραρρητοῖσι πιθέσθαι Hom. не поддающийся (никаким) уговорам;<br /><b class="num">8)</b> непоправимый (ἔργα Hom.; [[δόλος]] Hes.);<br /><b class="num">9)</b> невозможный, неисполнимый ([[ἀμήχανον]] τελέσσαι Hom.): ἀ. ἐκμαθεῖν Soph. непостижимый;<br /><b class="num">10)</b> неуловимый (в своем значении), непонятный ([[ὄνειρος]] Hom.);<br /><b class="num">11)</b> невообразимый, невероятный, неописуемый, необычайный (μεγέθη, ἡδοναί Plat., Plut.): ἀ. τὸ [[πλῆθος]] Xen. или ἀ. πλήθει Plat. бесчисленный, несметный; ἀ. [[ὅσος]] Plat. невероятно большой, необыкновенный.
}}
}}