Anonymous

ἀμαρύσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμᾰρύσσω:''' (√<i>ΑΜΑΡΥΓ</i>), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[στίλβω]], [[λάμπω]], λέγεται για το [[μάτι]], σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το [[χρώμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀμᾰρύσσω:''' (√<i>ΑΜΑΡΥΓ</i>), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[στίλβω]], [[λάμπω]], λέγεται για το [[μάτι]], σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το [[χρώμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμᾰρύσσω:''' (ᾰμ) тж. med. блистать, сверкать HH, Hes.: ἀμαρύσσεται ἄνθεσι [[λειμών]] Anth. луг пестреет цветами.
}}
}}