3,277,206
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμᾰρύσσω:''' (√<i>ΑΜΑΡΥΓ</i>), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[στίλβω]], [[λάμπω]], λέγεται για το [[μάτι]], σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το [[χρώμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀμᾰρύσσω:''' (√<i>ΑΜΑΡΥΓ</i>), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[στίλβω]], [[λάμπω]], λέγεται για το [[μάτι]], σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το [[χρώμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμᾰρύσσω:''' (ᾰμ) тж. med. блистать, сверкать HH, Hes.: ἀμαρύσσεται ἄνθεσι [[λειμών]] Anth. луг пестреет цветами. | |||
}} | }} |