Anonymous

ἀλφάνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλφάνω:''' (√<i>ΑΛΦ</i>)· αόρ. βʹ [[ἦλφον]], ευκτ. <i>ἄλφοιμι</i>· [[φέρνω]], [[βρίσκω]], κομίζομαι, [[αποκτώ]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>φθόνον ἀλφάνειν</i>, [[υφίσταμαι]] ζήλια, φθόνο, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀλφάνω:''' (√<i>ΑΛΦ</i>)· αόρ. βʹ [[ἦλφον]], ευκτ. <i>ἄλφοιμι</i>· [[φέρνω]], [[βρίσκω]], κομίζομαι, [[αποκτώ]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>φθόνον ἀλφάνειν</i>, [[υφίσταμαι]] ζήλια, φθόνο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλφάνω:''' (φᾰ) (aor. [[ἦλφον]], opt. [[ἄλφοιμι]])<br /><b class="num">1)</b> добывать; доставлять, приносить (τί τινι Hom., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> навлекать на себя (φθόνον πρὸς ἀστῶν Eur.).
}}
}}