3,274,216
edits
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλφάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω όφελος, [[αποφέρω]] [[κέρδος]], [[κερδίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκομίζω]], [[παίρνω]], [[βρίσκω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀλφάνω]] φθόνον</i>», [[προκαλώ]] τον φθόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ. της Αρχαίας [[γνωστός]] ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ ([[ἦλφον]]). Σπανιότερα το ρ. απαντά και ως <i>ἀλφαίνω</i>. Η κυριολεκτική [[σημασία]] του ρήματος [[είναι]] «[[προμηθεύω]], [[παρέχω]], [[κερδίζω]]». Στον Αέτιο το ρ. <i>ἀλφαίνω</i> απαντά με τη [[σημασία]] «[[αμείβω]]». Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλφάνω]] απαντούν και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Συγκεκριμένα ο τ. αορ. β΄ <i>ἀλφεῖν</i> συνδέεται με το σανσκριτικό <i>arhati</i> «[[κερδίζω]]» και το μεταρηματικό ουσ. [[ἀλφή]] «[[παραγωγή]], [[κτήση]], [[κέρδος]]» συνδέεται με το λιθ. <i>alga</i> «[[μισθός]], [[αμοιβή]]». Με [[βάση]] τις παρατηρήσεις αυτές το ρ. [[ἀλφάνω]] ανάγεται [[συνήθως]] σε ΙΕ [[ρίζα]] (lbh-) με ασθενή [[βαθμίδα]] θέματος (1 [[αντί]] της ισχυρής el-ol- που απαντά στη Σανσκριτική και Λιθουανική).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφή]]. [[ἄλφησις]]]. | |mltxt=[[ἀλφάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> έχω όφελος, [[αποφέρω]] [[κέρδος]], [[κερδίζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκομίζω]], [[παίρνω]], [[βρίσκω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀλφάνω]] φθόνον</i>», [[προκαλώ]] τον φθόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ. της Αρχαίας [[γνωστός]] ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ ([[ἦλφον]]). Σπανιότερα το ρ. απαντά και ως <i>ἀλφαίνω</i>. Η κυριολεκτική [[σημασία]] του ρήματος [[είναι]] «[[προμηθεύω]], [[παρέχω]], [[κερδίζω]]». Στον Αέτιο το ρ. <i>ἀλφαίνω</i> απαντά με τη [[σημασία]] «[[αμείβω]]». Τύποι συγγενείς ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλφάνω]] απαντούν και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Συγκεκριμένα ο τ. αορ. β΄ <i>ἀλφεῖν</i> συνδέεται με το σανσκριτικό <i>arhati</i> «[[κερδίζω]]» και το μεταρηματικό ουσ. [[ἀλφή]] «[[παραγωγή]], [[κτήση]], [[κέρδος]]» συνδέεται με το λιθ. <i>alga</i> «[[μισθός]], [[αμοιβή]]». Με [[βάση]] τις παρατηρήσεις αυτές το ρ. [[ἀλφάνω]] ανάγεται [[συνήθως]] σε ΙΕ [[ρίζα]] (lbh-) με ασθενή [[βαθμίδα]] θέματος (1 [[αντί]] της ισχυρής el-ol- που απαντά στη Σανσκριτική και Λιθουανική).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφή]]. [[ἄλφησις]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀλφάνω:''' (√<i>ΑΛΦ</i>)· αόρ. βʹ [[ἦλφον]], ευκτ. <i>ἄλφοιμι</i>· [[φέρνω]], [[βρίσκω]], κομίζομαι, [[αποκτώ]], σε Όμηρ.· μεταφ., <i>φθόνον ἀλφάνειν</i>, [[υφίσταμαι]] ζήλια, φθόνο, σε Ευρ. | |||
}} | }} |