Anonymous

ἀμφιθάλπω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιθάλπω:''' [[θερμαίνω]] [[κάτι]] και από τις [[δύο]] πλευρές, [[θεραπεύω]] ή [[περιποιούμαι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφιθάλπω:''' [[θερμαίνω]] [[κάτι]] και από τις [[δύο]] πλευρές, [[θεραπεύω]] ή [[περιποιούμαι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιθάλπω:''' <b class="num">1)</b> нагревать (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);<br /><b class="num">2)</b> согревать, лелеять (τινά Luc.).
}}
}}