ἀμφιθάλπω

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιθάλπω Medium diacritics: ἀμφιθάλπω Low diacritics: αμφιθάλπω Capitals: ΑΜΦΙΘΑΛΠΩ
Transliteration A: amphithálpō Transliteration B: amphithalpō Transliteration C: amfithalpo Beta Code: a)mfiqa/lpw

English (LSJ)

warm on both sides, cherish, Luc.Trag.28.

Spanish (DGE)

caldear por todos lados, fig. cuidar, mimar σε πάντες ἀμφιθάλπομεν Luc.Trag.28.

German (Pape)

[Seite 139] ringsum erwärmen, Luc. Tragop. 28.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
réchauffer en enveloppant.
Étymologie: ἀμφί, θάλπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθάλπω:
1 нагревать (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);
2 согревать, лелеять (τινά Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθάλπω: θερμαίνω τι ἀμφοτέρωθεν, θεραπεύω, περιποιοῦμαι, Λουκ. Τραγ. 28: - φοίνικας ἁλίῳ πέπλους αὐγαῖσιν ἐν χρυσέαις ἀμφιθάλπουσ’ Εὐρ. Ἑλ. 181 (ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἡ πορφύρα ἀνελάμβανε τὴν ζωηρότητα αὑτῆς ἐκτιθεμένη εἰς τὸν ἥλιον), πρβλ. Ἱππόλ. τοῦ αὐτοῦ 125, Πολυδ. Α. 49.

Greek Monolingual

ἀμφιθάλπω (Α)
1. θερμαίνω κάτι από όλες τις πλευρές
2. περιβάλλω με στοργή, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλπω.

Greek Monotonic

ἀμφιθάλπω: θερμαίνω κάτι και από τις δύο πλευρές, θεραπεύω ή περιποιούμαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

to warm on both sides, or thoroughly, Eur.