Anonymous

ἀμφίβληστρον: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίβληστρον:''' τό ([[ἀμφιβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε ρίχνεται [[ολόγυρα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[δίχτυ]] κυνηγίου, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· μεταφ. λέγεται για το [[ένδυμα]] που ρίχνεται σαν [[δίχτυ]] γύρω από τον Αγαμέμνονα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[δεσμά]], [[εμπόδιο]], αλυσίδες, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για τείχη, [[περίβολος]], [[ιδίως]] λέγεται για τα τείχη της πόλης, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφίβληστρον:''' τό ([[ἀμφιβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε ρίχνεται [[ολόγυρα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[δίχτυ]] κυνηγίου, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· μεταφ. λέγεται για το [[ένδυμα]] που ρίχνεται σαν [[δίχτυ]] γύρω από τον Αγαμέμνονα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[δεσμά]], [[εμπόδιο]], αλυσίδες, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για τείχη, [[περίβολος]], [[ιδίως]] λέγεται για τα τείχη της πόλης, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίβληστρον:''' τό<b class="num">1)</b> сеть, тенета, тж. невод Hes., Aesch., Her., Men.;<br /><b class="num">2)</b> одеяние, одежда Soph., Eur.;<br /><b class="num">3)</b> pl. путы, оковы Aesch.;<br /><b class="num">4)</b> окаймление: ἀμφίβληστρα τοίχων Eur. кольцо стен.
}}
}}