ἀμφίβληστρον

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβληστρον Medium diacritics: ἀμφίβληστρον Low diacritics: αμφίβληστρον Capitals: ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΝ
Transliteration A: amphíblēstron Transliteration B: amphiblēstron Transliteration C: amfivlistron Beta Code: a)mfi/blhstron

English (LSJ)

τό,
Aanything thrown round:
1 casting net, cast net, Hes.Sc.215, Hdt.1.141, 2.95; ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Men.27, cf. Stratt.7, Epil.1, Ph.Bel.95, Ev.Matt.4.18.
b metaph., of the garment thrown like a net over Agamemnon, A.Ag.1382, Ch.492; of the shirt of Nessus, Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον S.Tr.1052; ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη rags thrown around body, E.Hel.1079.
2 fetter, bond, A.Pr.81.
3 of encircling walls, ἀμφίβληστρα τοίχων E.IT96.

Spanish (DGE)

-ου, τό
I 1red de pesca o caza, Hes.Sc.215, cf. Hdt.1.141, Stratt.71A, Men.Fr.27, Ph.Bel.95.41, LXX Hb.1.15, Eu.Matt.4.18, Plu.2.977e.
2 fig. (vestido) que es como una red que no permite salvación, del arrojado sobre Agamenón, A.A.1382, Ch.492, de los grilletes de Prometeo, A.Pr.81, de la túnica de Neso Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀ. S.Tr.1052.
3 adj. que cubre ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη E.Hel.1079, cf. Fr.697.
II cerco ἀμφίβληστρα ... τοίχων E.IT 96.

German (Pape)

[Seite 137] τό, der Umwurf, bes. ein großes Fischernetz, Hes. Sc. 215; ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλειν, Men. Poll. 10, 132; Her. 1, 141. 2, 95; N.T. Bei den Tragg. allgem. Umhüllung, adj. ἀμφίβληστρα ῥάκη σώματος Eur. Hel. 1080; Gürtel, Prom. 81 Ag. 1355 Ch. 485; vielleicht auch Soph. Tr. 1041 ein Netz; τοίχων Eur. Iph. T. 96.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 entrave, lien;
2 filet;
3 enceinte d'un sanctuaire.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβληστρον: τό
1 сеть, тенета, тж. невод Hes., Aesch., Her., Men.;
2 одеяние, одежда Soph., Eur.;
3 pl. путы, оковы Aesch.;
4 окаймление: ἀμφίβληστρα τοίχων Eur. кольцо стен.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβληστρον: τό, (ἀμφιβάλλω) πᾶν ὅ,τι ῥίπτεται ὁλόγυρα. 1) μικρὸν δίκτυον, κοινῶς «πεζόβολος», Ἡσ. Ἀσπ. 215, Ἡρόδ. 1. 141., 2. 95· ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 15. β) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἱματίου, τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη ὥσπερ δίκτυον ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1382, Χο. 492 καὶ (ἄνευ τινὸς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς πρώτης σημασ.) Σοφ. Τρ. 1052· ὡσαύτως, ἀμφίβληστρα σώματος, ῥάκη, ῥάκη ῥιπτόμενα περὶ τὸ σῶμα, Εὐρ. Ἑλ. 1079. 2) πέδη, δεσμός, Αἰσχύλ. Πρ. 81. 3) ἐπὶ τοίχων, περίβολος, ἀμφίβληστρα τοίχων… ὑψηλὰ Εὐρ. Ι. Τ. 96.

English (Strong)

from a compound of the base of ἀμφότερος and βάλλω; a (fishing) net (as thrown about the fish): net.

English (Thayer)

τό (ἀμφιβάλλω), in Greek writings anything thrown around one to impede his motion, as chains, a garment; specifically, a net for fishing (casting-net): R G L; Sept.; Hesiod scut. 215; Herodotus 1,141; Athen. 10,72, p. 450.) (Synonym: see δίκτυον, and cf. Trench, § lxiv.; B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, net.)

Greek Monolingual

ἀμφίβληστρον, το (Α)
1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ
2. το δίχτυ του ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος
3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα του Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ, για να τον σκοτώσουν επίσης για το πουκάμισο του Νέσσου
4. δεσμός, δεσμά
5. (για οικοδομήματα) περιτείχισμα, περίβολος
6. φρ. «ἀμφίβληστρα σώματος ράκη», κουρέλια ριγμένα ολόγυρα στο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβλη- (< ἀμφιβάλλω) + -τρον. Το -σ- της λ. (ἀμφίβλη-σ-τρον) δεν ερμηνεύεται μορφολογικά (παραγωγικά) παρά μόνον αναλογικά προς τύπους όπως -βλης (ἀβλής, προβλής), βλήσιμος, -βλησις κ.τ.ό. (πρβλ. και κνῆστρον αντί κνῆτρον, ποδόψηστρον αντί ποδόψητρον).
ΠΑΡ. ἀμφιβληστρεύω, ἀμφιβληστροειδής.

Greek Monotonic

ἀμφίβληστρον: τό (ἀμφιβάλλω),
I. οτιδήποτε ρίχνεται ολόγυρα·
I. δίχτυ κυνηγίου, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· μεταφ. λέγεται για το ένδυμα που ρίχνεται σαν δίχτυ γύρω από τον Αγαμέμνονα, σε Αισχύλ.
II. δεσμά, εμπόδιο, αλυσίδες, στον ίδ.
III. λέγεται για τείχη, περίβολος, ιδίως λέγεται για τα τείχη της πόλης, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἀμφιβάλλω
anything thrown round:
I. a casting-net, Hes., Hdt.:—metaph. of the garment thrown like a net over Agamemnon, Aesch.
II. a fetter, bond, Aesch.
III. of walls, encompassment of city-walls, Eur.

Chinese

原文音譯:¢mf⋯blhstron 暗非不累士特朗
詞類次數:名詞(2)
原文字根:封套-投(者)
字義溯源:網,魚網;由(ἀμφότεροι)=雙方)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投擲)組成;而 (ἀμφότεροι)出自(ἀμύνομαι)X*=環繞)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 網(1) 太4:18

Translations

casting net

Arabic: رمى الشبكة‎; Chinese Mandarin: 投网; Dutch: werpnet; Finnish: heittoverkko; French: filet coulé, épervier; German: Wurfnetz, Fangnetz; Ancient Greek: ἀμφίβληστρον; Hungarian: kivett háló sg; Italian: gettare la rete; Japanese: 投網, キャストネット; Khmer: បោះសំណាញ់; Kyrgyz: куюлган тор; Latin: retiaculum; Norwegian: støpt nett; Portuguese: tarrafa, esparavel; Somali: shabag tuur; Spanish: atarraya, esparavel; Swahili: tupa wavu; Tagalog: naghulog ng lambat; Thai: แห; Turkish: serpme; Turkmen: guýma tor; Uzbek: quyma toʻr; Vietnamese: lưới đúc

net

Acholi: ohwoo; Albanian: rrjetë; Amharic: መርብ; Arabic: شَبَكَة‎; Egyptian Arabic: شبكة‎; Argobba: መርብ; Armenian: ցանց; Basque: sare; Bulgarian: мрежа; Catalan: xarxa; Chamicuro: rete; Chinese Cantonese: 網, 网; Mandarin: 網, 网; Classical Nahuatl: mātlatl; Czech: síť; Danish: garn, vod; Dutch: net; Esperanto: reto; Faroese: nót, garn; Finnish: verkko, haavi; French: filet; Friulian: rêt; Galician: rede; Georgian: ბადე; German: Netz; Gothic: 𐌽𐌰𐍄𐌹; Greek: δίχτυ, απόχη; Ancient Greek: δίκτυον; Hebrew: רֶשֶׁת‎; Hungarian: háló; Icelandic: net; Irish: eangach; Italian: rete, retino; Japanese: 網; Kazakh: ау; Khmer: វាគុរា, សឹង, ថ្នង, មុង; Korean: 그물; Kurdish Central Kurdish: داو‎; Ladin: rei; Latgalian: teiklys, obors, bradīņs; Latin: plaga, rete; Latvian: tīkls; Lithuanian: tinklas; Luxembourgish: Netz; Malay: jala, jaring, pukat; Malayalam: വല; Maori: kete pāhau, kete tīhao, kupenga, pāhao; Mwani: nyavu; Ngarrindjeri: kandari; Nivkh: кʼе; Norman: filet; Ojibwe: asab; Persian: تور‎; Polish: sieć; Portuguese: rede; Romanian: rețea, plasă; Russian: сеть; Saterland Frisian: Nät; Serbo-Croatian Cyrillic: мре̏жа; Roman: mrȅža; Slovene: mreža; Sorbian Lower Sorbian: seś; Spanish: red; Swahili: kiandarua; Swedish: nät; Sylheti: ꠎꠣꠟ; Tahitian: 'upe'a; Tamil: வலை; Tausug: pukut; Telugu: వల; Thai: อวน, แห, สวิง, มุ้ง, ตาข่าย; Tibetan: དྲ་བ; Tigrinya: መርበብ; Turkish: ağ; Vietnamese: lưới, mùng; Welsh: rhwyd; Yiddish: נעץ‎; Zazaki: thor, feq