3,274,752
edits
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναλογιστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κρίνει κατ’ [[αναλογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' [[αναλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη [[γλώσσα]] και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αναλογιστική</i><br />η [[τέχνη]] του να κρίνει [[κανείς]] αναλογικά<br /><b>3.</b> ο [[στοχαστικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναλογιστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κρίνει κατ’ [[αναλογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' [[αναλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη [[γλώσσα]] και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αναλογιστική</i><br />η [[τέχνη]] του να κρίνει [[κανείς]] αναλογικά<br /><b>3.</b> ο [[στοχαστικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναλογιστικός:''' <b class="num">1)</b> построенный по аналогии, аналогизирующий ([[μετάβασις]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> пользующийся аналогией: οἱ ἀναλογιστικοὶ τῶν γραμματικῶν Sext. грамматики-аналогисты. | |||
}} | }} |