ἀναλογιστικός
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ἀναλογιστική, ἀναλογιστικόν,
A judging by analogy, analogical, S.E.M.11.250; ἡ -κὴ τέχνη ib. 1.214.
2 of knowledge, etc., reflective, Phld.Herc.1003. Adv. ἀναλογιστικῶς ibid.
II teaching analogy, γραμματικοί S.E.M.2.59; αἵρεσις ἀναλογιστική, of the Rational or Dogmatic school of physicians, opp. ἐπιλογιστική (the Empirics), Gal.1.65; analogisticus sermo Id.Subf.Emp.8p.52Bonnet. Adv. ἀναλογιστικῶς S.E.M.3.40, Gal.18(2).346.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj.
1 fil. y cien. analógico de un tipo de conocimiento διάληψις Epicur.Fr.[31] 16.23, τεκμήρια Epicur.Fr.[26] 28.6, κατὰ τὴν ... ἀναλογιστικὴν μετάβασιν por inferencia analógica op. al conocimiento empírico, S.E.M.11.250, αἵρεσις ἀναλογιστική escuela lógica, dogmática o analógica op. αἵρεσις ἐμπειρική Gal.1.65, λόγος ἀναλογιστικός op. λόγος ἐπιλογιστικός Gal.Subf.Emp.8 (p.68.26)
•gram. analogista, que aplica la analogía gramatical πρὸς τοὺς ἀναλογιστικοὺς τῶν γραμματικῶν respecto a los gramáticos analogistas S.E.M.2.59.
2 reflexivo del conocimiento, Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
II adv. -ῶς
1 analógicamente, por conocimiento analógico S.E.M.3.40, Gal.18(2).346, Clem.Al.Strom.8.9.32.
2 reflexivamente Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
German (Pape)
[Seite 196] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογιστικός:
1 построенный по аналогии, аналогизирующий (μετάβασις Sext.);
2 пользующийся аналогией: οἱ ἀναλογιστικοὶ τῶν γραμματικῶν Sext. грамматики-аналогисты.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογιστικός: -ή, -όν, ὁ κρίνων ἐξ ἀναλογίας, ἀναλογικός, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 250· ἡ -κὴ τέχνη αὐτόθι 1. 214. ΙΙ. ὁ διδάσκων ἀναλογίαν, γραμματικοὶ αὐτόθι 2. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς αὐτόθι 3. 40.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναλογιστικός, -ή, -όν)
αυτός που κρίνει κατ’ αναλογία
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' αναλογία
αρχ.
1. (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη γλώσσα και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα
2. το θηλ. ως ουσ. η αναλογιστική
η τέχνη του να κρίνει κανείς αναλογικά
3. ο στοχαστικός.