Anonymous

ἀμφιστρατάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιστρᾰτάομαι:''' αποθ., [[περικυκλώνω]] με στρατό, [[πολιορκώ]], Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ἀμφεστρατόωντο πόλιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀμφιστρᾰτάομαι:''' αποθ., [[περικυκλώνω]] με στρατό, [[πολιορκώ]], Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ἀμφεστρατόωντο πόλιν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιστρᾰτάομαι:''' вести осаду, осаждать (πόλιν Hom.).
}}
}}